διαχωρητός

διαχωρητός
-ή, -ό (ν)
1. αυτός που μπορεί να διεισδύσει, να διαπεράσει
2. (για τροφές) ευκολοχώνευτος, ευκοίλιος
3. το ουδ. ως ουσ. το διαχωρητό
ιδιότητα υποθετικής ουσίας που μπορεί να διεισδύσει μέσα στα μόρια τής ύλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευδιαχώρητος — εὐδιαχώρητος, ον (Α) (για τροφές) εύπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α διαχώρητος, δυσ διαχώρητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”