- διαχωρητός
- -ή, -ό (ν)1. αυτός που μπορεί να διεισδύσει, να διαπεράσει2. (για τροφές) ευκολοχώνευτος, ευκοίλιος3. το ουδ. ως ουσ. το διαχωρητόιδιότητα υποθετικής ουσίας που μπορεί να διεισδύσει μέσα στα μόρια τής ύλης.
Dictionary of Greek. 2013.